I. bespoke [βρετ bɪˈspəʊk, αμερικ bəˈspoʊk] ΡΉΜΑ μετ παρακειμ
bespoke → bespeak
II. bespoke [βρετ bɪˈspəʊk, αμερικ bəˈspoʊk] ΕΠΊΘ βρετ
2. bespoke Η/Υ:
- bespoke
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.