στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
anticipatory [βρετ antɪsɪˈpeɪt(ə)ri, anˈtɪsɪpət(ə)ri, αμερικ ænˈtɪsəpəˌtɔri] ΕΠΊΘ
2. anticipatory ΨΥΧ:
- anticipatory response, reaction
-
3. anticipatory ΓΛΩΣΣ:
- anticipatory
-
- prolettico ΓΛΩΣΣ
- anticipatory
στο λεξικό PONS
anticipatory [æn·ˈtɪ·sɪ·pə·tɔ:·ri] ΕΠΊΘ
- anticipatory
- preventivo, -a
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.