στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
I. ancillary [βρετ anˈsɪləri, αμερικ ˈænsəˌlɛri] ΕΠΊΘ
- ancillary service, staff, task, industry
-
- ancillary equipment
-
- ancillary cost
-
- ancillary role, road
-
- to be ancillary to (subordinate)
-
II. ancillary [βρετ anˈsɪləri, αμερικ ˈænsəˌlɛri] ΟΥΣ
1. ancillary (office, department etc.):
- ancillary
-
2. ancillary (person):
- ancillary
-
στο λεξικό PONS
ancillary [ˈæn·sə·le·ri] ΕΠΊΘ
1. ancillary staff:
- ancillary
- ausiliario, -a
2. ancillary road:
- ancillary
- secondario, -a
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.