στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
anchorman <πλ anchormen> [βρετ ˈaŋkəmən, αμερικ ˈæŋkərˌmæn] ΟΥΣ
1. anchorman:
- anchorman ΡΑΔΙΟΦ, TV
- anchorman αρσ
- anchorman ΡΑΔΙΟΦ, TV
- conduttore αρσ
- anchorman (in network, organization)
-
2. anchorman ΑΘΛ (in relay race):
- anchorman
-
-
- anchorman
-
- anchorman
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.