 
  
 admonitory [βρετ ədˈmɒnɪt(ə)ri, αμερικ ədˈmɑnəˌtɔri] ΕΠΊΘ τυπικ
1. admonitory (warning):
-  admonitory letter, speech
-  
2. admonitory (disapproving):
-  admonitory remark, tone, look
-  
 
  
 -  
-  admonitory
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
