ammonitorio <πλ ammonitori, ammonitorie> [ammoniˈtɔrjo, ri, rje] ΕΠΊΘ
- ammonitorio
-
- admonitory letter, speech
-
- admonitory remark, tone, look
- ammonitorio
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.