στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
admissible [βρετ ədˈmɪsɪb(ə)l, αμερικ ədˈmɪsəb(ə)l] ΕΠΊΘ
- admissible
- ammissibile also ΝΟΜ
- accettabile comportamento
- admissible
- ammissibile prova, testimonianza, domanda, appello, ricorso
- admissible
στο λεξικό PONS
admissible [əd·ˈmɪ·sə·bl] ΕΠΊΘ
- admissible
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.