 
  
 Gideon [βρετ ˈɡɪdɪən, αμερικ ˈɡɪdiən]
1. Gideon (male name):
-  Gideon
-  
2. Gideon ΙΣΤΟΡΊΑ:
 
  
 -  
-  Gideon
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
