στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
apocalypse [βρετ əˈpɒkəlɪps, αμερικ əˈpɑkəˌlɪps] ΟΥΣ
1. apocalypse ΒΊΒΛΟς:
2. apocalypse (disaster, destruction):
- apocalypse
- apocalisse θηλ
apocalypse watcher [əˈpɒkəlɪpsˌwɒtʃə(r)] ΟΥΣ
- apocalypse watcher
- pessimista αρσ θηλ
στο λεξικό PONS
apocalypse [ə·ˈpɑ:·kə·lɪps] ΟΥΣ
- apocalypse
- apocalisse θηλ
- the Apocalypse ΘΡΗΣΚ
-
-
- Apocalypse
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
- the Apocalypse ΘΡΗΣΚ