titular [αμερικ ˈtɪtʃələr, βρετ ˈtɪtjʊlə] ΕΠΊΘ
1. titular (nominal):
- titular head/leader
-
2. titular ΝΟΜ:
- titular estate/possessions
-
- titular estate/possessions
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.