Oxford Spanish Dictionary
self-sacrificing [αμερικ ˌsɛlfˈsækrəˌfaɪsɪŋ, βρετ ˌsɛlfˈsakrɪfʌɪsɪŋ] ΕΠΊΘ
self-sacrificing person/life:
abnegado (abnegada) ΕΠΊΘ
- abnegado (abnegada)
-
στο λεξικό PONS
self-sacrificing ΕΠΊΘ
self-sacrificing ΕΠΊΘ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.