self-righteously [αμερικ ˌsɛlf ˈraɪtʃəsli, βρετ ˌsɛlfˈrʌɪtʃəsli] ΕΠΊΡΡ
self-righteously talk/criticize:
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.