Oxford Spanish Dictionary
preconceived [αμερικ ˌprikənˈsivd, βρετ priːkənˈsiːvd] ΕΠΊΘ προσδιορ
- preconceived
-
στο λεξικό PONS
preconceived [ˌpri:kənˈsi:vd] ΕΠΊΘ
- preconceived
-
- preconcebido (-a)
- preconceived
preconceived [ˌpri·kən·ˈsivd] ΕΠΊΘ
- preconceived
-
- preconcebido (-a)
- preconceived
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.