Oxford Spanish Dictionary
patriarchal [αμερικ ˌpeɪtriˈɑrk(ə)l, βρετ peɪtrɪˈɑːk(ə)l] ΕΠΊΘ
- patriarchal
-
-
- patriarchal
στο λεξικό PONS
patriarchal [ˌpeɪtrɪˈɑ:kl, αμερικ -ˈɑ:r-] ΕΠΊΘ
- patriarchal
-
patriarchal [ˌpeɪ·trɪ·ˈar·kəl] ΕΠΊΘ
- patriarchal
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.