Oxford Spanish Dictionary
I. oddball [αμερικ ˈɑdˌbɔl, βρετ ˈɒdbɔːl] ΟΥΣ οικ
1. oddball (person):
- oddball
-
II. oddball [αμερικ ˈɑdˌbɔl, βρετ ˈɒdbɔːl] ΕΠΊΘ οικ
oddball idea/humor:
- oddball
-
στο λεξικό PONS
II. oddball [ˈad·bɔl] ΕΠΊΘ οικ
oddball sense of humor, idea:
- oddball
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.