Oxford Spanish Dictionary
nominally [αμερικ ˈnɑmənli, ˈnɑmənəli, βρετ ˈnɒmɪn(ə)li] ΕΠΊΡΡ
1. nominally (in theory):
- nominally lead/head
-
2. nominally ΓΛΩΣΣ:
- nominally
-
στο λεξικό PONS
nominally [ˈnɒmɪnəli, αμερικ ˈnɑ:mə-] ΕΠΊΡΡ
- nominally
-
-
- nominally
nominally [ˈnam·ə·nə·li] ΕΠΊΡΡ
- nominally
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.