Oxford Spanish Dictionary
mountainous [αμερικ ˈmaʊntənəs, βρετ ˈmaʊntɪnəs] ΕΠΊΘ
1. mountainous:
- mountainous
-
2. mountainous (large):
- mountainous
-
- mountainous
-
-
- mountainous
στο λεξικό PONS
mountainous [ˈmaʊntɪnəs, αμερικ -tnəs] ΕΠΊΘ
2. mountainous (large and high):
- mountainous
- gigantesco, -a
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.