Oxford Spanish Dictionary
 
  
 I. expletive [αμερικ ˈɛksplədɪv, βρετ ɪkˈspliːtɪv, ɛkˈspliːtɪv] ΟΥΣ
1. expletive (exclamation):
-  expletive τυπικ
-  improperio αρσ
-  expletive τυπικ
-  palabrota θηλ
II. expletive [αμερικ ˈɛksplədɪv, βρετ ɪkˈspliːtɪv, ɛkˈspliːtɪv] ΕΠΊΘ
-  expletive
-  
 
  
 -  expletivo (expletiva)
-  expletive
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.
