Oxford Spanish Dictionary
discreditable [αμερικ dɪsˈkrɛdədəb(ə)l, βρετ dɪsˈkrɛdɪtəb(ə)l] ΕΠΊΘ τυπικ
1. discreditable (shameful):
- discreditable conduct/action
-
- discreditable conduct/action
-
2. discreditable (damaging) pred:
στο λεξικό PONS
discreditable [dɪˈskredɪtəbl, αμερικ -t̬ə-] ΕΠΊΘ
- discreditable
- deshonroso, -a
discreditable [dɪs·ˈkred·ɪ·t̬ə·bəl] ΕΠΊΘ
- discreditable
- deshonroso, -a
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.