Oxford Spanish Dictionary
dairy <pl dairies> [αμερικ ˈdɛri, βρετ ˈdɛːri] ΟΥΣ
1. dairy (on farm):
3. dairy αγγλ Ν Ζ (small grocery shop):
- dairy
-
- dairy
-
- dairy
-
- dairy
-
- dairy
-
στο λεξικό PONS
I. dairy [ˈdeəri, αμερικ ˈderi] ΟΥΣ
I. dairy [ˈder·i] ΟΥΣ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.