Oxford Spanish Dictionary
cosmetic [αμερικ kɑzˈmɛdɪk, βρετ kɒzˈmɛtɪk] ΕΠΊΘ
1. cosmetic (beautifying) προσδιορ:
- cosmetic powder/cream
-
2. cosmetic (superficial):
- cosmetic reforms/changes
-
στο λεξικό PONS
I. cosmetic [kɒzˈmetɪk, αμερικ kɑ:zˈmet̬-] ΟΥΣ
- cosmetic
- cosmético αρσ
I. cosmetic [kaz·ˈmet̬·ɪk] ΟΥΣ
- cosmetic
- cosmético αρσ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.