Oxford Spanish Dictionary
collectively [αμερικ kəˈlɛktɪvli, βρετ kəˈlɛktɪvli] ΕΠΊΡΡ
1. collectively (jointly):
- collectively decide/act
-
2. collectively (as a cooperative):
- collectively farm/own
-
- collectively farm/own
-
- collectively farm/own
-
-
- collectively
στο λεξικό PONS
collectively ΕΠΊΡΡ
- collectively
-
collectively ΕΠΊΡΡ
- collectively
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.