Oxford Spanish Dictionary
airy <airier, airiest> [αμερικ ˈɛri, βρετ ˈɛːri] ΕΠΊΘ
2. airy (haughty, unconcerned):
- airy manner/reply
-
3. airy (light, insubstantial):
- airy
-
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.