advantageously [αμερικ ædv(ə)nˈteɪdʒəsli, ædvænˈteɪdʒəsli, βρετ adv(ə)nˈteɪdʒəsli] ΕΠΊΡΡ
-
- advantageously
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.