Oxford Spanish Dictionary
adjudication [αμερικ əˌdʒudəˈkeɪʃ(ə)n, βρετ əˌdʒuːdɪˈkeɪʃn] ΟΥΣ U or C
2. adjudication (appraisal):
- adjudication
- evaluación θηλ
adjudication order ΟΥΣ
- adjudication order
-
- dispassionate adjudication
-
- dispassionate adjudication
-
στο λεξικό PONS
-
- adjudication
-
- adjudication
-
- adjudication
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.