Oxford Spanish Dictionary
I. acute [αμερικ əˈkjut, βρετ əˈkjuːt] ΕΠΊΘ
2.2. acute:
ward [αμερικ wɔrd, βρετ wɔːd] ΟΥΣ
3. ward C (person):
στο λεξικό PONS
I. acute [əˈkju:t] ΕΠΊΘ
ward [wɔ:d, αμερικ wɔ:rd] ΟΥΣ
I. acute [ə·ˈkjut] ΕΠΊΘ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.