Oxford Spanish Dictionary


I. aboriginal [αμερικ ˌæbəˈrɪdʒənl, βρετ abəˈrɪdʒɪn(ə)l] ΕΠΊΘ
2. aboriginal (in Australia):
- Aboriginal
-
II. aboriginal [αμερικ ˌæbəˈrɪdʒənl, βρετ abəˈrɪdʒɪn(ə)l] ΟΥΣ
1. aboriginal (indigenous inhabitant):
- aboriginal
- aborigen αρσ θηλ
2. aboriginal → Aborigine
Aborigine [αμερικ ˌæbəˈrɪdʒəni, βρετ abəˈrɪdʒɪniː] ΟΥΣ


-
- aboriginal
-
- aboriginal
στο λεξικό PONS




-
- aboriginal
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.