snowy [ˈsnəʊi, αμερικ ˈsnoʊ-] ΕΠΊΘ
1. snowy (with much snow):
2. snowy (snow-covered):
- snowy field, street
-
- snowy mountain
-
3. snowy (colour):
- snowy
-
- snowy white
-
-
- snowy
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.