στο λεξικό PONS
se·cu·ri·ti·za·tion [sɪˌkʊərɪtaɪˈzeɪʃən, αμερικ -ˌkʊrɪtɪˈ-] ΟΥΣ ΝΟΜ, ΧΡΗΜΑΤΟΠ
- securitization
-
-
- securitization
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
securitization ΟΥΣ ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ
equity securitization ΟΥΣ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
- equity securitization (innovative Finanzierungsmethode)
- Equity Securitization θηλ
-
- securitization
- Securitization (Verbriefung)
- securitization
- Equity Securitization (innovative Finanzierungsmethode)
- equity securitization
-
- credit securitization αμερικ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.