I. rag·lan [ˈræglən] ΕΠΊΘ αμετάβλ
1. raglan (material):
- raglan
- Raglan-
- raglan sleeve
- Raglanärmel αρσ
II. rag·lan [ˈræglən] ΟΥΣ (coat)
- raglan
- Raglanmantel αρσ
rag·lan-ˈsleeved ΕΠΊΘ αμετάβλ
- raglan-sleeved
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
- raglan sleeve
- Raglanärmel αρσ