I. pon·tifi·cal [pɒnˈtɪfɪkəl, αμερικ pɑ:nˈ-] ΘΡΗΣΚ ΕΠΊΘ
II. pon·tifi·cal [pɒnˈtɪfɪkəl, αμερικ pɑ:nˈ-] ΘΡΗΣΚ ΟΥΣ τυπικ
1. pontifical (vestments):
- pontificals pl
-
2. pontifical (book of liturgy):
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.