 
  
 I. pal·lia·tive [ˈpæliətɪv, αμερικ -t̬-] ΟΥΣ
1. palliative (drug):
-  palliative
-  
2. palliative μτφ (problem-easer):
-  palliative
-  
II. pal·lia·tive [ˈpæliətɪv, αμερικ -t̬-] ΕΠΊΘ
1. palliative αμετάβλ (pain-relieving):
-  palliative
-  schmerzstillend προσδιορ
-  palliative
-  palliativ ειδικ ορολ
2. palliative μτφ (problem-easing):
-  palliative
-  
ˈpal·lia·tive care ΟΥΣ no pl
-  palliative care
-  Palliativmedizin θηλ
-  palliative care
-  
 
  
 PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Παραδείγματα από το διαδίκτυο (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Αναζήτηση στο λεξικό
- palisade
- palisade layer
- palish
- pall
- Palladian
- palliative
- palliative care
- pallid
- pallor
- pally
- palm
