στο λεξικό PONS
me·di·aeval ΕΠΊΘ
mediaeval → medieval
me·di·eval [ˌmediˈi:vəl, αμερικ ˌmi:diˈ-] ΕΠΊΘ αμετάβλ
1. medieval (from Middle Ages):
2. medieval μειωτ οικ (old-fashioned):
I. cas·tle [ˈkɑ:sl̩, αμερικ ˈkæsl̩] ΟΥΣ
me·di·eval [ˌmediˈi:vəl, αμερικ ˌmi:diˈ-] ΕΠΊΘ αμετάβλ
1. medieval (from Middle Ages):
2. medieval μειωτ οικ (old-fashioned):
Ορολογία γεωγραφίας της Ernst Klett Sprachen
medieval castle
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.
Αναζήτηση στο λεξικό
- medicated
- medication
- medicinal
- medicinally
- medicine
- medieval castle
- medievalist
- mediocre
- mediocrity
- medispa
- meditate