lu·bri·cious [lu:ˈbrɪʃəs] ΕΠΊΘ
1. lubricious:
- lubricious ΤΕΧΝΟΛ
-
- lubricious ΙΑΤΡ
-
2. lubricious μτφ τυπικ (obscene):
- lubricious
-
- lubricious conduct
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα)
- lubricious conduct