στο λεξικό PONS
in·no·va·tion [ˌɪnə(ʊ)ˈveɪʃən, αμερικ -nəˈ-] ΟΥΣ
1. innovation:
2. innovation no pl (creating new things):
valua·tion [ˌvæljuˈeɪʃən] ΟΥΣ
1. valuation (instance):
3. valuation ΧΡΗΜΑΤΟΠ:
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
innovation valuation ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
valuation ΟΥΣ ΛΟΓΙΣΤ
-
- Wertansatz αρσ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Παραδείγματα από το διαδίκτυο (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Αναζήτηση στο λεξικό
- innkeeper
- innocence
- innocent
- innocently
- innocuous
- innovation valuation
- innovative
- innovator
- innovatory
- Inns of Court
- innuendo