I. im·becile [ˈɪmbəsi:l, αμερικ -sɪl] ΟΥΣ
1. imbecile (stupid person):
2. imbecile ΙΑΤΡ:
- imbecile απαρχ
-
II. im·becile [ˈɪmbəsi:l, αμερικ -sɪl] ΕΠΊΘ
1. imbecile (stupid):
2. imbecile ΙΑΤΡ:
- imbecile απαρχ
-
- imbecile απαρχ
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.