hagio·graph·ic(al) [ˌhægiə(ʊ)ˈgræfɪk(əl), αμερικ -iəˈ-] ΕΠΊΘ
1. hagiographic(al) ΘΡΗΣΚ:
-
- heiligengeschichtlich ειδικ ορολ
2. hagiographic(al) μτφ μειωτ τυπικ (over-flattering):
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Αναζήτηση στο λεξικό
- haemorrhage
- haemorrhoids
- haff-coast
- haft
- hag
- hagiographic hagiographical
- hagiography
- hag-ridden
- Hague
- hah
- ha ha