hagio·graph·ic(al) [ˌhægiə(ʊ)ˈgræfɪk(əl), αμερικ -iəˈ-] ΕΠΊΘ
1. hagiographic(al) ΘΡΗΣΚ:
- hagiographic(al)
- heiligengeschichtlich ειδικ ορολ
- hagiographic(al)
-
2. hagiographic(al) μτφ μειωτ τυπικ (over-flattering):
- hagiographic(al)
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.