στο λεξικό PONS
fi·nan·cier [faɪˈnæn(t)siəʳ, αμερικ fɪˈnæn(t)siɚ] ΟΥΣ
1. financier (expert):
- financier
-
-
- financier
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
financier ΟΥΣ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
- financier (Geldgeber)
- Financier αρσ
- Financier (Geldgeber)
- financier
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
financier
- financier
-
-
- financier
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.