στο λεξικό PONS
fat·ty de·gen·eˈra·tion ΟΥΣ no pl
de·gen·era·tion [dɪˌʤenəˈreɪʃən] ΟΥΣ no pl
1. degeneration (decline):
- degeneration ΒΙΟΛ
-
2. degeneration ΗΛΕΚ:
I. fat·ty [ˈfæti, αμερικ -t̬i] ΕΠΊΘ
1. fatty (containing fat):
- fatty food
-
2. fatty (consisting of fat):
II. fat·ty [ˈfæti, αμερικ -t̬i] ΟΥΣ μειωτ χιουμ οικ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.