στο λεξικό PONS
dis·tribu·tive [dɪˈstrɪbjətɪv, αμερικ -t̬-] ΕΠΊΘ
1. distributive ΟΙΚΟΝ:
- distributive industries
-
2. distributive ΓΛΩΣΣ, ΜΑΘ:
- distributive
-
distributive law ΟΥΣ
- distributive law ΜΑΘ
-
-
- distributive justice
Ορολογία γεωγραφίας της Ernst Klett Sprachen
distributive [dɪˈstrɪbjətɪv] ΕΠΊΘ
- distributive
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
- distributive industries