con·duc·tiv·ity [ˌkɒndʌkˈtɪvəti, αμερικ ˈkɑ:ndʌktɪvət̬i] ΟΥΣ no pl ΗΛΕΚ
- conductivity
-
heat con·duc·ˈtiv·ity ΟΥΣ ΦΥΣ ΕΠΙΣΤ
- heat conductivity
-
- limiting conductivity ΦΥΣ
-
- intrinsic conduction/conductivity
- Eigenleitung θηλ
- thermal conductivity ΦΥΣ
-
-
- conductivity
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.