I. ban·tam [ˈbæntəm, αμερικ -t̬əm] ΟΥΣ
1. bantam (chicken):
- bantam
- Bantamhuhn ουδ
- bantam
-
2. bantam μτφ (person):
- bantam
-
3. bantam καναδ ΑΘΛ (player under 15):
- bantam
- Bantam αρσ o θηλ
II. ban·tam [ˈbæntəm, αμερικ -t̬əm] ΟΥΣ modifier (for players under 15)
- bantam
- Bantam-
-
- Bantam-Hockeyliga θηλ
-
- bantam
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
- Bantam-Hockeyliga θηλ