I. auber·gine [ˈəʊbəʒi:n, αμερικ ˈoʊbɚ-] ΟΥΣ
1. aubergine βρετ (vegetable):
- aubergine
- Aubergine θηλ <-, -n>
- aubergine
-
2. aubergine no pl (colour):
- aubergine
- Aubergine ουδ <-, -n>
II. auber·gine [ˈəʊbəʒi:n, αμερικ ˈoʊbɚ-] ΕΠΊΘ
- aubergine
- aubergine[farben]
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.