I. athe·ist [ˈeɪθiɪst] ΟΥΣ
- atheist
- Atheist(in) αρσ (θηλ) <-en, -en>
II. athe·ist [ˈeɪθiɪst] ΕΠΊΘ
- atheist
-
- Atheist(in)
- atheist
-
- atheist
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.