I. Khmer [kmeəʳ, αμερικ kəˈmer] ΟΥΣ
1. Khmer ΙΣΤΟΡΊΑ (ancient kingdom in SE Asia):
- Khmer
- Khmer-Republik θηλ
2. Khmer (inhabitant of Cambodia):
- Khmer
- Khmer αρσ o θηλ <-, ->
3. Khmer (language):
- Khmer
- Khmer ουδ <-, ->
II. Khmer [kmeəʳ, αμερικ kəˈmer] ΕΠΊΘ
- Khmer
- khmer
- Khmer
- Khmer
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.