epipha·ny [ɪˈpɪfəni, αμερικ -fəni] ΟΥΣ
1. epiphany ΘΡΗΣΚ:
- epiphany
-
- to experience an epiphany
-
2. epiphany ΛΟΓΟΤ:
- epiphany
-
- epiphany
-
Epipha·ny [ɪˈpɪfəni, αμερικ -fəni] ΟΥΣ
- Epiphany
-
- Epiphany
- Erscheinungsfest ουδ
Epiphany ΟΥΣ
- Epiphany ΘΡΗΣΚ
-
- Epiphany ΘΡΗΣΚ
- Dreikönigstag αρσ
-
- Epiphany
-
- Epiphany no πλ
-
- Epiphany
-
- Epiphany
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα)
- to experience an epiphany