I. unhindered [βρετ ʌnˈhɪndəd, αμερικ ˌənˈhɪndərd] ΕΠΊΘ
II. unhindered [βρετ ʌnˈhɪndəd, αμερικ ˌənˈhɪndərd] ΕΠΊΡΡ
unhindered work, continue:
- unhindered
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.