Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
I. tributary [βρετ ˈtrɪbjʊt(ə)ri, αμερικ ˈtrɪbjəˌtɛri] ΟΥΣ
1. tributary (gen) ΓΕΩΓΡ:
- tributary
- affluent αρσ
2. tributary (owing tribute):
- tributary τυπικ
- tributaire αρσ
II. tributary [βρετ ˈtrɪbjʊt(ə)ri, αμερικ ˈtrɪbjəˌtɛri] ΕΠΊΘ
1. tributary:
- tributary stream
-
- tributary road
-
2. tributary τυπικ nation:
- tributary
-
στο λεξικό PONS
tributary <-ies> [ˈtrɪbjətəri, αμερικ -teri] ΟΥΣ ΓΕΩ
- tributary
- affluent αρσ
-
- tributary
-
- tributary
tributary <-ies> [ˈtrɪb·jə·ter·i] ΟΥΣ ΓΕΩ
- tributary
- affluent αρσ
-
- tributary
-
- tributary
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.