Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
thermal efficiency ΟΥΣ
efficiency [βρετ ɪˈfɪʃ(ə)nsi, αμερικ əˈfɪʃənsi] ΟΥΣ
1. efficiency (of person, staff, method, organization):
2. efficiency (of machine, engine):
στο λεξικό PONS
efficiency [ɪˈfɪʃnsɪ] ΟΥΣ no πλ
1. efficiency (competence):
2. efficiency ΤΕΧΝΟΛ:
-
- rendement αρσ
efficiency [ɪ·ˈfɪʃ· ə n(t)·si] ΟΥΣ
1. efficiency (competence):
2. efficiency ΤΕΧΝΟΛ:
-
- rendement αρσ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα της PONS)
Αναζήτηση στο λεξικό
- thereof
- thereon
- thereto
- theretofore
- thereunder
- thermal efficiency
- thermal imaging
- thermic
- thermionic
- thermionics
- thermionic tube